Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀξυ-παγής

См. также в других словарях:

  • οξυπαγής — ὀξυπαγής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός 2. ακανθώδης, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πᾱγης (< θ. πᾱγ τού πήγνυμι), πρβλ. ημι παγής] …   Dictionary of Greek

  • ορθοπαγής — ὀρθοπαγής, ές (Α) αυτός που βρίσκεται σε ορθή θέση, που στέκεται όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, τού πήγνυμ), πρβλ. οξυ παγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»