-
1 ὀξυ-πέπερι
ὀξυ-πέπερι, τό, Essigpfeffer, Xenocrat.
-
2 ὀξυπέπερι
A mixture of vinegar and pepper, Xenocr. ap. Orib.2.58.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυπέπερι
-
3 ὀξυπέπερι
ὀξυ-πέπερι, τό, Essigpfeffer
См. также в других словарях:
οξυπέπερι — ὀξυπέπερι, εως, τὸ (Α) μίγμα από ξίδι και πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πέπερι «πιπέρι»] … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek