Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀξυ-μελής

См. также в других словарях:

  • καλλιμελής — καλλιμελής, ές (Μ) μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. οξυ μελής, παμ μελής] …   Dictionary of Greek

  • οξυμελής — ὀξυμελής, ές (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυ μελής] …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»