Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὀξυ-μέριμνος

См. также в других словарях:

  • λυσιμέριμνος — λυσιμέριμνος, ον (Α) 1. αυτός που διώχνει τις έγνοιες, τις σκοτούρες 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμέριμνος, ἡ Λυσιμέριμνος επίκληση τού Διονύσου, τού Ερμού, τής Αρτέμιδος και τού Ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + < μέριμνα (πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

  • πολυμέριμνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές μέριμνες, πολλές φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. οξυ μέριμνος] …   Dictionary of Greek

  • οξυμέριμνος — ὀξυμέριμνος, ον (Α) αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μέριμνα (πρβλ. πολυ μέριμνος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»