-
1 ὀξυ-βουλία
ὀξυ-βουλία, ἡ, das schnelle Berathen, Entschlußfassen, Schol. ll. 10, 204.
-
2 ὀξυβουλία
ὀξῠ-βουλία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυβουλία
-
3 ὀξυβουλία
ὀξυ-βουλία, ἡ, das schnelle Beraten, Entschlußfassen
См. также в других словарях:
οξυβουλία — ὀξυβουλία, ἡ (Α) ταχεία σκέψη, γρήγορη απόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βουλία (< βουλος < βουλή «σκέψη»), πρβλ. υστερο βουλία] … Dictionary of Greek