Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀξυ-βελής

См. также в других словарях:

  • οξυβελής — ὀξυβελής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή 2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια 3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.) 4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη 5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)… …   Dictionary of Greek

  • πολυβελής — ές, Μ 1. κάτοχος πολλών βελών 2. αυτός που ρίχνει με το τόξο του πολλά βέλη 3. φρ. «πολυβελεῑς τοξόται» διάβολοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ βελής] …   Dictionary of Greek

  • τριβελής — ές, Α αυτός που έχει τρεις αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ βελής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»