-
1 οξυοστρακος
-
2 ὀξυόστρακος
ὀξῠ-όστρᾰκος, ον,A with a sharp shell, Luc.Lex.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυόστρακος
-
3 ὀξυόστρακος
ὀξυ-όστρακος, mit spitzer, scharfer Schale -
4 οξυόστρακα
-
5 ὀξυόστρακα
См. также в других словарях:
οξυόστρακος — ὀξυόστρακος, ον (Α) αυτός που έχει οξύ όστρακο, αιχμηρή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ὄστρακον] … Dictionary of Greek
ὀξυόστρακα — ὀξυόστρακος with a sharp shell neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek