-
1 οξυφωνοτέρα
ὀξυφωνοτέρᾱ, ὀξύφωνοςshrillvoiced: fem nom /voc /acc comp dualὀξυφωνοτέρᾱ, ὀξύφωνοςshrillvoiced: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
2 ὀξυφωνοτέρα
ὀξυφωνοτέρᾱ, ὀξύφωνοςshrillvoiced: fem nom /voc /acc comp dualὀξυφωνοτέρᾱ, ὀξύφωνοςshrillvoiced: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
3 οξυφωνότερα
-
4 ὀξυφωνότερα
См. также в других словарях:
ὀξυφωνοτέρα — ὀξυφωνοτέρᾱ , ὀξύφωνος shrillvoiced fem nom/voc/acc comp dual ὀξυφωνοτέρᾱ , ὀξύφωνος shrillvoiced fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυφωνότερα — ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύφωνος — η, ο (Α ὀξύφωνος, ον) αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο αρχ. αυτός που έχει λεπτή… … Dictionary of Greek