Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀξυφωνοτέρα

См. также в других словарях:

  • ὀξυφωνοτέρα — ὀξυφωνοτέρᾱ , ὀξύφωνος shrillvoiced fem nom/voc/acc comp dual ὀξυφωνοτέρᾱ , ὀξύφωνος shrillvoiced fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυφωνότερα — ὀξύφωνος shrillvoiced neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξύφωνος — η, ο (Α ὀξύφωνος, ον) αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο αρχ. αυτός που έχει λεπτή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»