-
1 ὀξυρόδινον
ὀξυρόδινον, s. ὀξυῤῥόδινον.
-
2 ὀξυῤ-ῥόδινον
ὀξυῤ-ῥόδινον ἔλαιον, τό, Rosenöl mit Essig gemischt, Ath. II, 67 e, wo ὀξυρόδινον steht.
1 ὀξυρόδινον
ὀξυρόδινον, s. ὀξυῤῥόδινον.
2 ὀξυῤ-ῥόδινον
ὀξυῤ-ῥόδινον ἔλαιον, τό, Rosenöl mit Essig gemischt, Ath. II, 67 e, wo ὀξυρόδινον steht.