Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀξηρός

См. также в других словарях:

  • οξηρός — ὀξηρός, ά, όν (Α) 1. (για αγγείο) αυτός που δέχεται ξίδι, που περιέχει ξίδι («ὀξηρὸν ἄγγος», Σοφ.) 2. ο εμβαπτισμένος μέσα σε οξύ ή μέσα σε ξίδι («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξηρόν το οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀξηρά — ὀξηρός of neut nom/voc/acc pl ὀξηρά̱ , ὀξηρός of fem nom/voc/acc dual ὀξηρά̱ , ὀξηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξηρῶν — ὀξηρός of fem gen pl ὀξηρός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξηρόν — ὀξηρός of masc acc sg ὀξηρός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξηροῖσι — ὀξηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξηρούς — ὀξηρός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξηρᾶς — ὀξηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξηρᾷ — ὀξηρός of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξηρῷ — ὀξηρός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • ὀξηράν — ὀξηρά̱ν , ὀξηρός of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»