-
121 επίκοινος
ος, ον1) общий; 2) грам.:επίκοινα ονόματα — имена существительные обоюдного рода, эпицен
-
122 όνομα
τό1) имя; фамилия; кличка (животных); ονόματι Νικολαΐδης по фамилии Николайдис; πώς είναι τ' όνομά του; как его зовут?;δίνω όνομα — именовать, давать имя;
με άλλο όνομα — под другим именем; — под другой фамилией; — под псевдонимом;
κατ' όνομα μόνο τον γνωρίζω — знаю его только по имени;
2) название (географическое, вещи и т. п.);3) имя, известность; репутация, слава;αποχτώ ( — или βγάζω) όνομα — приобрести имя, известность; — стать знаменитым;
γιατρός (κλέφτης, γυναικάς) με τ' όνομα — известный врач (вор, бабник);
βγάζω όνομα — приобретать (дурную, хорошую) славу;
αφήνω ( — или καταλείπω) όνομα — оставлять по себе (хорошую, дурную) память;
4) знаменитость, знаменитый человек;μεγάλα ονόματα великие люди, знаменитости (тж. ирон.); 5) именины;είμουν στ' όνομα του — я был у него на именинах;
6) грам, имя;όνομα ουσιαστικό (επίθετο) — имя существительное (прилагательное);
§ όνομα καί πρα(γ)μα — не только по названию, но и на деле;
εν ονόματι а) именем;εν ονόματι τού νόμου именем закона; б) во имя;εν ονόματι ( — или στο όνομα) της πατρίδας — во имя родины;
εξ ονόματος а) от имени; б) по имени;επ' ονόματι на имя;κατ' όνομα — или (ψιλώ) ονόματι — номинально, только по названию;
ι γιά όνομα τού θεού — ради бога;
μη, γιά όνομα τού θεού — роди бога, не надо;
όνομα καί μη χωριό — не будем (лучше) называть имён (ср. лат. nomina sunt odiosa);
κάλλιο να σού βγεί το μάτι παρά τ' όνομα посл, лучше остаться без глаза, чем без доброго имени -
123 πατρωνυμικός:
πατρωνυμικός:
ά (ονόματα) — фамилии, образованные от имени отца -
124 ονόμαθ'
ὀνόματα, ὄνομαname: neut nom /voc /acc plὀνόματι, ὄνομαname: neut dat sgὀνόματε, ὄνομαname: neut nom /voc /acc dual -
125 ὀνόμαθ'
ὀνόματα, ὄνομαname: neut nom /voc /acc plὀνόματι, ὄνομαname: neut dat sgὀνόματε, ὄνομαname: neut nom /voc /acc dual -
126 ονόματ'
ὀνόματα, ὄνομαname: neut nom /voc /acc plὀνόματι, ὄνομαname: neut dat sgὀνόματε, ὄνομαname: neut nom /voc /acc dual -
127 ὀνόματ'
ὀνόματα, ὄνομαname: neut nom /voc /acc plὀνόματι, ὄνομαname: neut dat sgὀνόματε, ὄνομαname: neut nom /voc /acc dual -
128 τωνόματ'
ὀνόματα, ὄνομαname: neut nom /voc /acc plὀνόματι, ὄνομαname: neut dat sgὀνόματε, ὄνομαname: neut nom /voc /acc dualὠνόματα, ὤνομαneut nom /voc /acc plὠνόματι, ὤνομαneut dat sgὠνόματε, ὤνομαneut nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
ὀνόματα — ὄνομα name neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὠνόματ' — ὀνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl ὀνόματι , ὄνομα name neut dat sg ὀνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual ὠνόματα , ὤνομα neut nom/voc/acc pl ὠνόματι , ὤνομα neut dat sg ὠνόματε , ὤνομα neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνόμαθ' — ὀνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl ὀνόματι , ὄνομα name neut dat sg ὀνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνόματ' — ὀνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl ὀνόματι , ὄνομα name neut dat sg ὀνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek