Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὀνόματα

  • 1 называть

    называть I
    несов
    1. (давать имя) ὁνομάζω, καλώ / βαφτίζω (при крещении)·
    2. (характеризовать) χαρακτηρίζω·
    3. (произносить название) ὁνομάζω:
    \называть имена φωνάζω τά ὁνόματα· ◊ \называть вещи своими именами λέγω τά σῦκα σῦκα καί τή σκάφη σκάφη· так \называтьемый ὁ λεγόμενος.
    называть II
    несов (приглашать) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω (πολλούς).

    Русско-новогреческий словарь > называть

  • 2 громкий

    επ., βρ: -мок, -мка, -мко; громче.
    1. βροντερός, βροντώδης•

    громкий голос βροντερή φωνή•

    громкий смех καγχασμός.

    2. μτφ. πολύφημος, πολύκροτος, παταγώδης•

    громкий успех επιτυχία που έκανε (κάνει) κρότο•

    -ие имена μεγάλα ονόματα (πολυξακουσμένα)•

    -ое судебное дело πολύκροτη δίκη.

    || πομπώδης, στομφώδης•

    -ие слова παχιά λόγια•

    -ие фразы πομπώδεις φράσεις•

    -ая угроза κούφια φοβέρα.

    Большой русско-греческий словарь > громкий

  • 3 доска

    -и, αιτ. доску, πλθ. доски, досок, доским θ.
    1. σανίδα•

    сосновая доска πεύκινη σανίδα•

    дубовая доска δρύινη σανίδα.

    2. πλάκα• πίνακας•

    медная доска χάλκινη πλάκα•

    мраморная μαρμάρινη πλάκα•

    грифельная ή аспидная доска το αβάκιο ή πλάκα του μαθητή•

    классная доска ή μόνο•

    доска ο (μαυρο)πίνακας•

    шахматная доска σκακιέρα, πεσσευτήριο•

    доска почта ή красная доска πίνακας τιμής•

    чрная доска μαύρος πίνακας (όπου γράφονται τα ονόματα των υστερούντων ή ενόχων κακής πράξης)•

    от -и до -и (για διάβασμα) από την αρχή ως το τέλος (παλιά τα βιβλία αντί χαρτόνι είχαν λεπτή σανίδα)•

    как доска αδύνατος, λεπτός, ισχνός, σαν τή βέργα•

    наборная доска η τυπογραφική πλάκα.

    Большой русско-греческий словарь > доска

  • 4 имя

    имени, πλθ. имена, имен, именам ουδ.
    1. όνομα•

    по имени Пётр ονομάζομαι Πρτρος•

    знать кого по имени ξέρω κάποιον ονομαστικά•

    крестное имя βαφτιστικό όνομα•

    имя и фамилия ονοματεπώνυμο.

    || ονομασία•

    имя судна όνομα σκάφους•

    под именем με το όνομα (που φέρει το όνομα).

    2. φήμη•

    человек с большим именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα•

    крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)•

    очернить чьё-то доброе имя αμαυρώνω τη φήμη κάποιου.

    3. (γραμμ.) όνομα•

    имя существительное όνομα ουσιαστικό.

    εκφρ.
    именем – στο όνομα, εν ονόματι•
    именем закона – στο όνομα του νόμου•
    во имя – στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος•
    на имя – στο όνομα, επ ονόματι•
    заявление на имя директора – αίτηση στο διευθυντή (και με το ονοματεπώνυμο του)•
    на своё имя – στο όνομα μου, επ ονόματι μου•
    от имени кого – εξ ονόματος κάποιου•
    с именем – με όνομα, ονομαστός, ξακουστός•
    от моего имени – εξ ονόματος μου•
    только по имени – μόνο γ ία το όνομα, για τον τύπο, τυπικά.

    Большой русско-греческий словарь > имя

  • 5 ласкательный

    επ.
    1. θωπευτικός, χαϊδευτικός.
    2. παλ. κολακευτικός.
    3. (γραμμ.) χαϊδευτικός•

    -ые имена χαιδευτικά ονόματα.

    Большой русско-греческий словарь > ласкательный

  • 6 нарицательный

    επ.: имя -ое
    1. γραμμ. όνομα κοινό•

    имена собственные и -ые ονόματα κύρια και κοινά (προσηγορικά).

    2. τυπικό όνομα.
    εκφρ.
    - ая стоимость – (οικον.) η ονομαστική αξία.

    Большой русско-греческий словарь > нарицательный

  • 7 ономастика

    θ.
    1. ονομαστική ή ονοματολογία.
    2. τμήμα της γλωσσολογίας που μελετά τα κύρια ονόματα.

    Большой русско-греческий словарь > ономастика

  • 8 путать

    ρ.δ.μ.
    1. μπερδεύω, ανακατεύω•

    волосы μπερδεύω τα μαλλιά•

    путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.

    || συγχύζω, κάνω σύγχυση•

    -счт μπερδεύω το λογαριασμό•

    я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•

    я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.

    2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•

    не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).

    || πεδικλώνω.
    εκφρ.
    путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).
    1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.
    2. επεμβαίνω.
    3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).
    4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση).

    Большой русско-греческий словарь > путать

  • 9 Conventional

    adj.
    Customary: P. and V. συνήθης, νόμιμος.
    Does this theory please you better, that names are merely conventional symbols: P. ἢ ὅδε μᾶλλον ἀρέσκει ὁ τρόπος... τὸ συνθήματα εἶναι τὰ ὀνόματα (Plat., Orat. 433E).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conventional

  • 10 Terminology

    subs.
    P. ὀνομασία, ἡ.
    Names: P. and V. ὀνόματα, τά.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Terminology

См. также в других словарях:

  • ὀνόματα — ὄνομα name neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὠνόματ' — ὀνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl ὀνόματι , ὄνομα name neut dat sg ὀνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual ὠνόματα , ὤνομα neut nom/voc/acc pl ὠνόματι , ὤνομα neut dat sg ὠνόματε , ὤνομα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνόμαθ' — ὀνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl ὀνόματι , ὄνομα name neut dat sg ὀνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνόματ' — ὀνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl ὀνόματι , ὄνομα name neut dat sg ὀνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»