-
1 называть
называть Iнесов1. (давать имя) ὁνομάζω, καλώ / βαφτίζω (при крещении)·2. (характеризовать) χαρακτηρίζω·3. (произносить название) ὁνομάζω:\называть имена φωνάζω τά ὁνόματα· ◊ \называть вещи своими именами λέγω τά σῦκα σῦκα καί τή σκάφη σκάφη· так \называтьемый ὁ λεγόμενος.называть IIнесов (приглашать) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω (πολλούς). -
2 громкий
επ., βρ: -мок, -мка, -мко; громче.1. βροντερός, βροντώδης•громкий голос βροντερή φωνή•
громкий смех καγχασμός.
2. μτφ. πολύφημος, πολύκροτος, παταγώδης•громкий успех επιτυχία που έκανε (κάνει) κρότο•
-ие имена μεγάλα ονόματα (πολυξακουσμένα)•
-ое судебное дело πολύκροτη δίκη.
|| πομπώδης, στομφώδης•-ие слова παχιά λόγια•
-ие фразы πομπώδεις φράσεις•
-ая угроза κούφια φοβέρα.
-
3 доска
-и, αιτ. доску, πλθ. доски, досок, доским θ.1. σανίδα•сосновая доска πεύκινη σανίδα•
дубовая доска δρύινη σανίδα.
2. πλάκα• πίνακας•медная доска χάλκινη πλάκα•
мраморная μαρμάρινη πλάκα•
грифельная ή аспидная доска το αβάκιο ή πλάκα του μαθητή•
классная доска ή μόνο•
доска ο (μαυρο)πίνακας•
шахматная доска σκακιέρα, πεσσευτήριο•
доска почта ή красная доска πίνακας τιμής•
чрная доска μαύρος πίνακας (όπου γράφονται τα ονόματα των υστερούντων ή ενόχων κακής πράξης)•
от -и до -и (για διάβασμα) από την αρχή ως το τέλος (παλιά τα βιβλία αντί χαρτόνι είχαν λεπτή σανίδα)•
как доска αδύνατος, λεπτός, ισχνός, σαν τή βέργα•
наборная доска η τυπογραφική πλάκα.
-
4 имя
имени, πλθ. имена, имен, именам ουδ.1. όνομα•по имени Пётр ονομάζομαι Πρτρος•
знать кого по имени ξέρω κάποιον ονομαστικά•
крестное имя βαφτιστικό όνομα•
имя и фамилия ονοματεπώνυμο.
|| ονομασία•имя судна όνομα σκάφους•
под именем με το όνομα (που φέρει το όνομα).
2. φήμη•человек с большим именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα•
крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)•
очернить чьё-то доброе имя αμαυρώνω τη φήμη κάποιου.
3. (γραμμ.) όνομα•имя существительное όνομα ουσιαστικό.
εκφρ.именем – στο όνομα, εν ονόματι•именем закона – στο όνομα του νόμου•во имя – στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος•на имя – στο όνομα, επ ονόματι•заявление на имя директора – αίτηση στο διευθυντή (και με το ονοματεπώνυμο του)•на своё имя – στο όνομα μου, επ ονόματι μου•от имени кого – εξ ονόματος κάποιου•с именем – με όνομα, ονομαστός, ξακουστός•от моего имени – εξ ονόματος μου•только по имени – μόνο γ ία το όνομα, για τον τύπο, τυπικά. -
5 ласкательный
επ.1. θωπευτικός, χαϊδευτικός.2. παλ. κολακευτικός.3. (γραμμ.) χαϊδευτικός•-ые имена χαιδευτικά ονόματα.
-
6 нарицательный
επ.: имя -ое1. γραμμ. όνομα κοινό•имена собственные и -ые ονόματα κύρια και κοινά (προσηγορικά).
2. τυπικό όνομα.εκφρ.- ая стоимость – (οικον.) η ονομαστική αξία. -
7 ономастика
-и θ.1. ονομαστική ή ονοματολογία.2. τμήμα της γλωσσολογίας που μελετά τα κύρια ονόματα. -
8 путать
ρ.δ.μ.1. μπερδεύω, ανακατεύω•волосы μπερδεύω τα μαλλιά•
путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.
|| συγχύζω, κάνω σύγχυση•-счт μπερδεύω το λογαριασμό•
я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•
я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.
2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).
|| πεδικλώνω.εκφρ.путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.2. επεμβαίνω.3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση). -
9 Conventional
adj.Does this theory please you better, that names are merely conventional symbols: P. ἢ ὅδε μᾶλλον ἀρέσκει ὁ τρόπος... τὸ συνθήματα εἶναι τὰ ὀνόματα (Plat., Orat. 433E).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conventional
-
10 Terminology
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Terminology
См. также в других словарях:
ὀνόματα — ὄνομα name neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὠνόματ' — ὀνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl ὀνόματι , ὄνομα name neut dat sg ὀνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual ὠνόματα , ὤνομα neut nom/voc/acc pl ὠνόματι , ὤνομα neut dat sg ὠνόματε , ὤνομα neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνόμαθ' — ὀνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl ὀνόματι , ὄνομα name neut dat sg ὀνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνόματ' — ὀνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl ὀνόματι , ὄνομα name neut dat sg ὀνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek