-
1 ονάγρων
-
2 ὀνάγρων
См. также в других словарях:
ὀνάγρων — ὄναγρον neut gen pl ὄναγρος the wild ass masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όζη — (II) η (βιοχ.) άλλη ονομασία τού μονοσακχαρίτη. (III) ὄζη, ἡ (Α) 1. δυσοσμία, αποφορά που αναδίδεται κυρίως από το στόμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄζαι τα δέρματα τών ονάγρων», τών άγριων όνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. ὄζω «αναδίδω… … Dictionary of Greek