Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀνάγρων

См. также в других словарях:

  • ὀνάγρων — ὄναγρον neut gen pl ὄναγρος the wild ass masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όζη — (II) η (βιοχ.) άλλη ονομασία τού μονοσακχαρίτη. (III) ὄζη, ἡ (Α) 1. δυσοσμία, αποφορά που αναδίδεται κυρίως από το στόμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄζαι τα δέρματα τών ονάγρων», τών άγριων όνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. ὄζω «αναδίδω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»