-
1 ονυχογραφηθείσα
-
2 ὀνυχογραφηθεῖσα
См. также в других словарях:
ὀνυχογραφηθεῖσα — ὀνυχογραφέομαι to be scored with the nail aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ονυχογραφηθείσα
2 ὀνυχογραφηθεῖσα
ὀνυχογραφηθεῖσα — ὀνυχογραφέομαι to be scored with the nail aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)