-
1 ὀνομα-κλυτός
ὀνομα-κλυτός, mit berühmtem Namen, berühmt; Il. 22, 51; Ibyc. 12, nach Emend.; Pind. frg. 279; in ion. Form οὐνομακλυτός, Simonds de mul. 87.
-
2 κλυτός
κλυτός, adj. verb. zu κλύω, auch 2 Endgn, Il. 2, 742 Od. 5, 422, eigtl. gehört, von dem man hört oder gehört hat, daher – a) berühmt, ruhmvoll; Hom. von Göttern und Helden, Ἐννοσίγαιος Il. 9, 362, Ἀμφιγυήεις Hes. O. 70, Ἀχιλλεύς Il. 20, 320, Ὀδυσσεύς Od. 24, 209, τέκτων Il. 23, 712, auch κλυτὰ φῦλ' ἀνϑρώπων, 14, 361, κλυτὰ ἔϑνεα νεκρῶν, Od. 10, 526; Ἑρμᾶς Pind. P. 9, 61; κλυτὸν ἔϑνος Λοκρῶν Ol. 11, 97; aber κλ. Ἐρινύς ist = die leicht hört, die wache, Aesch. Ch. 641; – auch von Städten, Ἄργος Il. 24, 437, u. von anderen Dingen, die in ihrer Art vorzüglich sind, bes. von trefflicher Arbeit der Menschenhände, Waffen, Kleidern u. dgl., ἄλσος Il. 6, 321; δώματα 2, 854, εἵματα Od. 6, 58, δῶρα 8, 417. ἔργα 20, 72; ὄνομα κλυτόν 9, 364, wird von Alten erkl. als der Name, bei welchem man genannt wird, αἰών. Pind. P. 6; φόρμιγξ I. 2. 2; αἶσα Ol. 6. 102. δαίς 8, 52 u. öfter; κλυτὰν Ἰταλίαν Soph. Ant. 1105; κλυτῶν ἐνάρων Ai. 177; Θρονιάς Eur. I. A. 263. – b) was sich dem Gehör stark vernehmlich macht, laut rauschend, lärmend, wie einige Alte κλυτὸν λιμένα, Od. 10, 87. 15, 472, den rauschenden Hafen, κλυτὰ μῆλα, die lärmenden Heerden, 9, 308, wie Soph. Ai. 368 κλυτὰ αἰπόλια, auch κλυτὸς Ἀμφιτρίτη, Od. 5, 422, die brausende erklären, u. κλυτὸς ὄρνις, der laut krähende Hahn, von Hesych. angeführt wird. Auch in diesen Vrbdgn ist aber wohl die Bdtg berühmt vorzuziehen. – Vgl. κλειτός, welchem Worte κλυτός in der Bdtg ganz entspricht. S. Buttm. Lezil. I, 93.
-
3 κλυτός
κλυτός, eigtl. gehört, von dem man hört oder gehört hat, daher (a) berühmt, ruhmvoll; von Göttern und Helden; aber κλ. Ἐρινύς ist = die leicht hört, die wache; auch von Städten u. von anderen Dingen, die in ihrer Art vorzüglich sind, bes. von trefflicher Arbeit der Menschenhände, Waffen, Kleidern u. dgl.; ὄνομα κλυτόν, der Name, bei welchem man genannt wird; (b) was sich dem Gehör stark vernehmlich macht, laut rauschend, lärmend; κλυτὸν λιμένα, der rauschende Hafen; κλυτὰ μῆλα, die lärmenden Herden; κλυτὸς ὄρνις, der laut krähende Hahn -
4 ὀνομακλυτός
ὀνομα-κλυτός, mit berühmtem Namen, berühmt
См. также в других словарях:
Κλύτος ή Κλυτός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Παλλαντίδες. Μαζί με τους δύο αδελφούς του πήγε στην Αίγινα και ζήτησε ενισχύσεις για τον αγώνα εναντίον του Μίνωα. 2. Ένας από τους Αιγυπτιάδες. Σκοτώθηκε από τη Δαναΐδα σύζυγό του, Αυτοδίκη. 3. Ένας… … Dictionary of Greek
θεόκλυτος — θεόκλυτος, ον (Α) 1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς 2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό 3. αυτός που έχει θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. ά κλυτος, ονομά κλυτος] … Dictionary of Greek
ονομάκλυτος — ὀνομάκλυτος, ον, θηλ. και α (Α) (ποιητ. τ.) 1. περιώνυμος, ξακουστός 2. αυτός που παρέχει δόξα σε κάποιον, που καθιστά κάποιον ξακουστό, περίφημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα + κλυτός (< κλύω «ακούω, προσέχω»)] … Dictionary of Greek
κλύμενος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήταν βασιλιάς της Αρκαδίας και γιος του Τελέου. Ερωτεύτηκε την κόρη του, Αρπαλύκη, την οποία, αφού απέσπασε από τον σύζυγό της, έκανε μητέρα. Η Αρπαλύκη σκότωσε το παιδί που γέννησε και το παρέθεσε ως φαγητό στον… … Dictionary of Greek
περικλυτός — Έλληνας γλύπτης και χαλκοπλάστης, που αναφέρεται από τον Πλίνιο ότι έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Υπήρξε μαθητής του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου του Αργείου και δάσκαλος του Αντιφάνη από τη Σικυώνα. Ο Παυσανίας ανάφερει ως έργο του Π.,… … Dictionary of Greek
κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek