-
1 ονομασία
ὀνομασίᾱ, ὀνομασίαname: fem nom /voc /acc dualὀνομασίᾱ, ὀνομασίαname: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὀνομασίᾱͅ, ὀνομασίαname: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ὀνομασία
Βλ. λ. ονομασία -
3 ὀνομασίᾳ
Βλ. λ. ονομασία -
4 ὀνομασία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Sir 23,9 -
5 ὀνομασία
ὀνομ-ᾰσία, ἡ,II expression, language, ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀ. by means of language, Arist. Po. 1450b14 ;διά τινος ὀνόματος ἢ ὀνομασίας ἀδιαφόρου κοινότητα Epicur.Nat.14.10
, cf. Phld.Rh.1.208 S., Po.2.37 (both pl.), D.H. Comp.25, Dem.56 ;κανὼν ὀνομασίας Demetr.Eloc.91
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνομασία
-
6 ονομασία
nameΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ονομασία
-
7 ονομασίας
ὀνομασίᾱς, ὀνομασίαname: fem acc plὀνομασίᾱς, ὀνομασίαname: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ὀνομασίας
ὀνομασίᾱς, ὀνομασίαname: fem acc plὀνομασίᾱς, ὀνομασίαname: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ονομασίαι
-
10 ὀνομασίαι
-
11 ονομασίαν
-
12 ὀνομασίαν
-
13 ονομασιών
-
14 ὀνομασιῶν
-
15 ονομασίαις
-
16 ὀνομασίαις
-
17 συναρίθμ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρίθμ
-
18 ἀδιάφορος
ἀδιά-φορος, ον,A not different, Arist.Rh. 1373a33;τοῖς ὁμοίοις καὶ ἀ. Id.Cael. 310b5
; indistinguishable,ὅμοιον καὶ ἀ. Epicur.Nat.15
G.2 in Logic, ἀδιάφορα, τά, individual objects, as having no logical differentia,ἀ. ὧν ἀδιαίρετον τὸ εἶδος Arist. Metaph. 1016a18
;ἀ. εἴδει Top. 121b15
; κατὰ τὸ εἶδος ib. 103a11.II indifferent; in Stoic philosophy, τὰ ἀ. things neither good nor bad, Zeno Stoic. 1.47,48, cf. Cic.Fin.3.16.53, Epict.Ench.32, etc., cf. S.E.P.3.177 sq.: [comp] Sup., Phld.Rh.1.129 S. Adv. -ρως, ἔχειν to be indifferent, of the moral agent, Aristo Stoic.1.79.IV of persons, making no distinction,πρὸς πάντα ξένον καὶ δημότην Dicaearch.1.14
.2 steadfast, unwearying, Ant.Lib.41.2.V Math., negligible,πρός τι Procl.Hyp.4.61
; ἀ. πρὸς αἴσθησιν not differing sensibly, Aristarch.Sam.4. Adv., Hipparch.3.5.7.VI Adv. - ρως without discrimination, D.H.Dem. 56, S.E.P.3.225.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάφορος
-
19 ὄνομα
ὄνομα, - ατοςGrammatical information: n.Meaning: `name' (Il.), gramm. `word' (Att.), as part of speech = nomen (Pl., Arist.; beside ῥῆμα = verbum).Other forms: ep. (also Hdt.) οὔνομα (metr. length.), Aeol. Dor. ὄνυμα; Dor. also ἔνυμα in Ένυμα-κρατίδας, Ένυμαντιάδας (Lac.)?Compounds: Compp., e.g. ὀνομά-κλυτος `with a famous name' (Χ 51; Schwyzer 440), ἐξ-ονομα-κλήδην, s. v.; ὀνοματο-ποιέω `to give a name, to name' (Arist.), after other compp. with - ποιέω ( ὀνοματο-ποιός Ath., Zos. Alch., - ποιία Str.; cf. Schwyzer 726); ἀν-ώνυμος (θ 552; comp. length.), ν-ώνυμ(ν)ος (ep.; s. below) `nameless'.Derivatives: A. Nouns: 1. Dimin. ὀνομάτιον (Arr., Longin.); 2. Adj. ὀνοματ-ώδης `of the nature of a name, concerning the name' (Arist.), - ικός `belonging to the ὄνομα' (D. H.). B. Verbs: 1. ὀνο-μαίνω, almost only aor. ὀνομῆναι, also w. ἐξ-, (mostly ep. Il.), fut. ο(ὑ)νομανέω (Hdt.), pres. (Dor.) ὀνυμαίνω (Gortyn, Ti. Locr.) `to call, to proclaim'. 2. ὀνομάζω, Dor. Aeol. ὀνυμάζω, aor. ὀνομάσαι, ὀνυμάξαι, often w. prefix, e.g. ἐξ-, ἐπ-, κατ-, παρ-, μετ-, `to call (by the name), to name, to enunciate' (cf. Jacobsohn KZ 62, 132 ff.) with ὀνομασία f. `name, expression' (Hippias Soph., Pl., Arist.), ὀνομαστής m. = Lat. nominator (pap. III p), ὀνομ-αστί (- εί) `namely, by name' (IA.; Schwyzer 623), - αστικός `serving for, belonging to naming' (Pl.; Chantraine Études 132), ἡ -ικη(πτῶσις) `casus nominativus' (Str., gramm.). 3. ὀνοματίζω 'dispute about names' (Gal.), - ισμός m. `list of names' (inscr. Thess.).Etymology: Old word for `name', with Arm. anun \< * onomn- \< * anomn- (with o \> u before m) to be immediately compared; anun can be both * h₃nh₃mn and * h₃neh₃mn; the Greek word must have zero grade, * h₃nh₃mn. Also Phrygian ονομαν may have ο- from * h₃- (Kortlandt SCauc. 7(1987)63). The e elsewhere has diff. origin; Alb. emër (Geg.), êmën (Tosc.) may be a loan from Latin nōmen; for OPr. emmens m. see below on Slavic; the Greek ἐ- is not well explained, but it may be due to dissim. against the following o \< h₃; cf. below on Tocharian; the Greek u-vowel, also in ὄνυμα, ἀνώνυ-μος a.o., is due to assimilation (cf. Schwyzer 352 with several hypotheses). The other languages have one of the two ablaut-grades: Lat. nōmen = Skt. nā́ma, IE *h₃neh₃mn̥, Germ., e.g. Goth. namo n., IE * nh₃mōn-; OFr. nōmia, MHG be-nuomen, Dutch be-noemen (which is an every-day word) have * h₃neh₃m- again (Beekes, Sprache 33 (1987) 1ff. Diff. again Slav., e.g. OCS imę (\< *h₃n̥h₃m-), Celt., e.g. OIr. ainm (from * anmen- \< *h₃n̥m-), Toch. B ñem, A ñom (from *nēm-with h₁ from dissim. of the second h₃?; s. v. Windekens Orbis 11,607 w. lit.). Most complicated is Anatolian: Hitt. lāman- n. (\< * h₃neh₃m- like Latin), with l- from dissim. and loss of the h₃-; lamnii̯a- `name' from * h₃nh₃m-; but Hier. Luw. adama(n)-za with a- from h₃. With ὀνομαίνω agree in formation Germ., e.g. Goth. namnjan `name', Hitt. lamnii̯a- `id.' (cf. also Schwyzer Mél. Pedersen 65 on ὀνομ-αίνω, - άζω). The orig. n-stem still clearly seen in νώνυμν-ος \< *n̥-h₃nh₃mn-; younger is ἀνὼνυμος. -- Details from several languages w. lit. in WP. 1, 132, Pok. 321, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. nōmen, Mayrhofer s. nā́ma, Vasmer s. ímja etc. Cf. on ὄνομαι.Page in Frisk: 2,396-397Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄνομα
См. также в других словарях:
ὀνομασία — ὀνομασίᾱ , ὀνομασία name fem nom/voc/acc dual ὀνομασίᾱ , ὀνομασία name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομασίᾳ — ὀνομασίᾱͅ , ὀνομασία name fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονομασία — η (ΑΜ ὀνομασία) [ονομάζω] 1. η ενέργεια τού ονομάζω, κλήση κάποιου με το όνομά του, ονομάτιση, κατονομασία 2. απονομή τίτλου, διορισμός («η ονομασία τών νέων ανθυπολοχαγών») νεοελλ. το αποτέλεσμα τού ονομάζω, το όνομα αρχ. 1. κατάταξη, ταξινόμηση … Dictionary of Greek
ονομασία — η 1. η πράξη του ονομάζω, η ονοματοθεσία: Η ονομασία των οδών γίνεται από ειδική επιτροπή. 2. το αποτέλεσμα του ονομάζω: Η ονομασία των βαθμοφόρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι γνωστό και με την ονομασία μονή Κατερινούς. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας και ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον… … Dictionary of Greek
Έλληνες — Ονομασία με την οποία, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ήταν γνωστοί, μετά τον Όμηρο, οι κάτοικοι του χώρου που ονομαζόταν Ελλάς. Στην Ιλιάδα (Β 683, Ι 395, Ι 447), ως Ελλάς αναφέρεται μόνο η περιοχή γύρω από τη Φθία και τη νότια Θεσσαλία, και Έ. ή… … Dictionary of Greek
Ορτυγία — Ονομασία διαφόρων περιοχών, νησιών και χωρών της αρχαιότητας. 1. Αρχαιότατη ονομασία περιοχής της Αιτωλίας. 2. Παλαιότερη ονομασία της Δήλου, όπου γεννήθηκε η Άρτεμη, η οποία επονομαζόταν Ορτυγία. 3. Νησί απέναντι από τις Συρακούσες, στο oποίο,… … Dictionary of Greek
χασίς — Ονομασία φυτού και διαφόρων προϊόντων, τα οποία προέρχονται από αυτό. Το φυτό είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ινδική κάνναβις (κανναβούρι). Συγκεκριμένα με την ονομασία αυτή είναι γνωστά οι ανθισμένες κορυφές του φυτού μαζί με τα φύλλα… … Dictionary of Greek
Αυρηλιανή — Ονομασία τεσσάρων αρχαίων πόλεων και ενός φρουρίου. 1. Παλαιά ονομασία της σημερινής γαλλικής πόλης Ορλεάνης. Η ονομασία αυτή προερχόταν από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό. Άλλωστε το όνομα Ορλεάνη (Orleans) αποτελεί παραφθορά του Α. 2. Πόλη της… … Dictionary of Greek
Ώλενος — Ονομασία δύο πόλεων της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αιτωλίας, κοντά στους πρόποδες του Αράκυνθου (Ζυγού). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα, την κατέστρεψαν οι Αιολείς. Πολλοί αρχαιολόγοι θεωρούν πως τα ερείπια του Γυφτόκαστρου και του Πετροβουνίου… … Dictionary of Greek
Ιβηρία — Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης κατά την αρχαιότητα. 1. Η περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ίβηρες, στον χώρο της σημερινής Ισπανίας. Η ονομασία προσδιορίζει ιδιαίτερα το βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Αργότερα, οι Ίβηρες κατόρθωσαν να… … Dictionary of Greek