Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀνομαστοῦ

См. также в других словарях:

  • ὀνομαστοῦ — ὀνομαστής autumator masc gen sg ὀνομαστός named masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Σέρατον, Τόμας — (Sheraton). Ονομαστός Άγγλος επιπλοποιός (1751 1806). Εργάστηκε βασικά στο Λονδίνο, όπου κατόρθωσε να επιβληθεί χάρη στα νέου ρυθμού έπιπλά του, που είναι γνωστά σήμερα ως έπιπλα ρυθμού Σ. Ο Σ. κυκλοφόρησε το 1791 μια καλαίσθητη έκδοση με τον… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσο, Χουάν — (Juan Alphonso, 15ος αι.). Ισπανός καλλιτέχνης. Έλαβε μέρος στη διακόσμηση της πρόσοψης του ονομαστού καθεδρικού ναού του Τολέδο μαζί με άλλους καλλιτέχνες όπως οι αδελφοί Α. και Φραγκίσκος Ντιάζ, ο Φερδινάνδος ντε Σαχαγκούν, ο Αλβάρ Γκονζάλεθ… …   Dictionary of Greek

  • Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκα, Περίνο ντελ- — (Perino del Vaga, 1500 1547). Ιταλός ζωγράφος. Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον άσημο ζωγράφο Αντρέα ντε Τσέρι και στη συνέχεια μαθήτευσε στο εργαστήριο του Ριντόλφο Γκιρλαντάγιο, όπου προκάλεσε το ενδιαφέρον του ονομαστού εκείνη την… …   Dictionary of Greek

  • Βαλτιμόρη — (Baltimore). Πόλη (651.154 κάτ. το 2000) του BA τμήματος των ΗΠΑ, στην πολιτεία Μέριλαντ. Χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Πατάπσκο στον κόλπο Τσέζαπικ (σε απόσταση 240 χλμ. από τον Ατλαντικό), είναι ένα από τα κυριότερα λιμενικά, εμπορικά και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»