-
1 ονομακλητωρ
- ορος ὅ (лат. nomenclator) номенклатор (в Риме - раб, записывавший и докладывавший хозяину имена посетителей) Luc. -
2 ὀνομακλήτωρ
A one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.Merc.Cond.10, Ath.2.47e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνομακλήτωρ
-
3 ὀνομακλήτωρ
ὀνομα-κλήτωρ, ορος, ὁ, der die Namen der Leute (kennt u.) nennt, das lat. nomenclator -
4 ονοματολογος
-
5 ὀνοματο-κλήτωρ
ὀνοματο-κλήτωρ, ορος, ὁ, = ὀνομακλήτωρ, Lob. Phryn. 668.
-
6 ὀνοματο-λόγος
ὀνοματο-λόγος, Namen oder Wörter sammelnd, Sp., vgl. Lob. Phryn. 666. Auch = ὀνομακλήτωρ, Plut. Cat. min. 8.
-
7 ονομακλήτορα
-
8 ὀνομακλήτορα
-
9 ονομακλήτορι
-
10 ὀνομακλήτορι
-
11 ὀνοματοκλήτωρ
A = ὀνομακλήτωρ, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνοματοκλήτωρ
См. также в других словарях:
ονομακλήτωρ — ὀνομακλήτωρ, ὁ (ΑΜ, Μ και ὀνοματοκλήτωρ) υπηρέτης εντεταλμένος να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια εκδήλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική τού λατ. nomenclātor (βλ. και λ. νομεγκλάτωρ)] … Dictionary of Greek
ὀνομακλήτορα — ὀνομακλήτωρ one who announces guests by name masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομακλήτορι — ὀνομακλήτωρ one who announces guests by name masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
номенклатура — собрание и объяснение условных названий и речений какой либо науки (терминология) Ср. Nomenclature (nomenclateur, составитель терминологии). Ср. Nomenculator (лат.) раб, называвший своему господину встречавшегося с ним. Ср. ονομακλήτωρ (όνομα,… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Номенклатура — собраніе и объясненіе условныхъ названій и реченій какой либо науки (терминологія). Ср. Nomenclature (nomenclateur, составитель терминологіи). Ср. Nomenc(u)lator (лат.) рабъ, называвшій своему господину встрѣчавшагося съ нимъ. Ср. ὄνομακλήτωρ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ονοματοκλήτωρ — ὀνοματοκλήτωρ, ὁ (Μ) βλ. ονομακλήτωρ … Dictionary of Greek
ονοματολόγος — ο, η (Α ὀνοματολόγος) αυτός που ασχολείται με τη συλλογή και την ερμηνεία ονομάτων, λέξεων νεοελλ. 1. επιστήμονας που ασχολείται με την ονοματολογία. 2. ονοματοθέτης αρχ. αυτός που αναγγέλλει τα ονόματα τών προσκεκλημένων σε μια εκδήλωση,… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek