-
1 ονησιφόρα
-
2 ὀνησιφόρα
См. также в других словарях:
ὀνησιφόρα — ὀνησιφόρος bringing advantage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνσεμνος — ον, ΜΑ μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.) μσν. πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»] … Dictionary of Greek