-
1 ὀνείρειος
ὀνείρειος, zum Traume gehörig, ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Thoren der Träume, Od. 4, 809.
-
2 ονειρειος
-
3 ὀνείρειος
ὀνείρειος: ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, at the gates of dreams, Od. 4.809†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀνείρειος
-
4 ὀνείρειος,
ὀνείρειος, u. ὀνειρήεις, εσσα, εν, zum Traume gehörig; ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Toren der Träume -
5 ὀνείρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνείρειος
-
6 ὀνειρήεις
ὀνείρειος, u. ὀνειρήεις, εσσα, εν, zum Traume gehörig; ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν, an den Toren der Träume -
7 ονειρείων
-
8 ὀνειρείων
-
9 ονειρείαις
-
10 ὀνειρείαις
-
11 ονειρείαν
-
12 ὀνειρείαν
-
13 ονειρείη
-
14 ὀνειρείη
-
15 ονειρείην
-
16 ὀνειρείην
-
17 ονειρείης
-
18 ὀνειρείης
-
19 ονειρείησι
-
20 ὀνειρείῃσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ονείρειος — ὀνείρειος, εία, ον (Α) [όνειρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο … Dictionary of Greek
ὀνειρείων — ὀνείρειος of dreams fem gen pl ὀνείρειος of dreams masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρείαις — ὀνείρειος of dreams fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρείη — ὀνείρειος of dreams fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρείην — ὀνείρειος of dreams fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρείης — ὀνείρειος of dreams fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρείοιο — ὀνείρειος of dreams masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρείῃσι — ὀνείρειος of dreams fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρείῳ — ὀνείρειος of dreams masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek
ԵՐԱԶԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0665 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. ὁνειρείος ad insomnia pertinens Որ ինչ հայի յերազս. եւ Ուրուական. պատիր. *Երազական պատմութիւն յովսեփու. Պիտ.: *Եւ ամենայն որ ըստ կենցաղոյս այսմ է երազական… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)