Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀνείρειος

См. также в других словарях:

  • ονείρειος — ὀνείρειος, εία, ον (Α) [όνειρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο …   Dictionary of Greek

  • ὀνειρείων — ὀνείρειος of dreams fem gen pl ὀνείρειος of dreams masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειρείαις — ὀνείρειος of dreams fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειρείη — ὀνείρειος of dreams fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειρείην — ὀνείρειος of dreams fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειρείης — ὀνείρειος of dreams fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειρείοιο — ὀνείρειος of dreams masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειρείῃσι — ὀνείρειος of dreams fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειρείῳ — ὀνείρειος of dreams masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԱԶԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0665 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. ὁνειρείος ad insomnia pertinens Որ ինչ հայի յերազս. եւ Ուրուական. պատիր. *Երազական պատմութիւն յովսեփու. Պիտ.: *Եւ ամենայն որ ըստ կենցաղոյս այսմ է երազական… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»