Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὀνειρ-ήεις

См. также в других словарях:

  • μοχθήεις — μοχθήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει γίνει με κόπο και μόχθο, επίπονος, επίμοχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόχθος + κατάλ. ήεις (πρβλ. ονειρ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • μυρήεν — μυρῆεν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λυπρόν, θρηνῶδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. ήεις / ῆεν (πρβλ. ονειρ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • οιστρήεις — οἰστρήεις, εσσα, ῆεν (Α) 1. αυτός που επιφέρει μανία 2. αυτός που καθίσταται μανιώδης από δήγμα οίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + κατάλ. ήεις (πρβλ. ονειρ ήεις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»