Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀνειρώδη

  • 1 ονειρώδη

    ὀνειρώδης
    dream-like: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ὀνειρώδης
    dream-like: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ὀνειρώδης
    dream-like: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ονειρώδη

  • 2 ὀνειρώδη

    ὀνειρώδης
    dream-like: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ὀνειρώδης
    dream-like: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ὀνειρώδης
    dream-like: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ὀνειρώδη

См. также в других словарях:

  • ὀνειρώδη — ὀνειρώδης dream like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀνειρώδης dream like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀνειρώδης dream like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονειρώδης — ῶδες (ΑΜ ὀνειρώδης, ῶδες) [όνειρος] αυτός που μοιάζει με όνειρο, ονειρικός νεοελλ. ωραιότατος, θεσπέσιος, εξαίσιος. επίρρ... ονειρωδώς με ονειρώδη τρόπο, ονειρευτά …   Dictionary of Greek

  • Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… …   Dictionary of Greek

  • Φάντι, Γκαετάνο — (Fanti, Μπολόνια 1687 – Βιέννη 1759). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε αξιόλογος και οι τοιχογραφίες του χαρακτηρίζονται από μια ονειρώδη τάση που εγκαινίασε ο Α. Πότζο. Eργάστηκε αρχικά στην πατρίδα του ως διακοσμητής θεάτρου και αργότερα προσκλήθηκε από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»