-
1 ὀνειρό-πληξ
ὀνειρό-πληξ, ηγος, = Vorigem, Philo, vgl. Lob. Phryn. 611.
-
2 ὀνειρόπληκτος,
ὀνειρό-πληκτος, u. ὀνειρό-πληξ, ηγος, vom Traume getroffen, erschreckt -
3 ὀνειρόπληξ
ὀνειρό-πληκτος, u. ὀνειρό-πληξ, ηγος, vom Traume getroffen, erschreckt -
4 ὀνειροπλήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνειροπλήξ
См. также в других словарях:
κωμοπλήξ — κωμοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μέθυσε σε γλέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνο πλήξ, ονειρο πλήξ] … Dictionary of Greek
οιστροπλήξ — οἰστροπλήξ, πλῆγος, ὁ, η (Α) (ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειρο πλήξ] … Dictionary of Greek