-
1 ὀνειρο-πομπός
ὀνειρο-πομπός, Träume sendend, Euseb.
-
2 ὀνειροπομπός
См. также в других словарях:
κριθοπομπία — κριθοπομπία, ἡ (Α) αποστολή κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + πομπία (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ονειρο πομπία, σιτο πομπία] … Dictionary of Greek