-
1 οναγροβότου
-
2 ὀναγροβότου
См. также в других словарях:
ὀναγροβότου — ὀναγρόβοτος grazed by wild asses masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οναγροβότου
2 ὀναγροβότου
ὀναγροβότου — ὀναγρόβοτος grazed by wild asses masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)