-
1 ὀμφαλόεις
A having a navel or boss, ἀσπίδος-οέσσης of the shield with a central boss, Il.6.118, Tyrt.12.25, cf.Ar. Pax 1274 ; ζυγὸν-όεν yoke with a knob on the top, Il.24.269, cf.ὀμφαλός 11.2
;οἰμωγὰς-οέσσας Ar. Pax 1278
(by comic transference from ἀσπίδας ὀ. ib. 1274) ; συκέης πόσιν -όεσσαν, prob. referring to a peculiar kind of fig (called [full] ὀμφάλειος by Phot.), Nic.Al. 348 ; ἄρκτον-όεσσαν, because pointing to the pole ([etym.] ὀμφαλός) of the heavens, ib.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμφαλόεις
См. также в других словарях:
προτομή — Γλυπτική αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος από το στήθος και πάνω, που είναι το αντίστοιχο της προσωπογραφίας στη ζωγραφική. Το είδος είναι τυπικά ρωμαϊκό, οι αρχές του όμως μπορεί να αναζητηθούν στα αρχαία αιγυπτιακά νεκρικά προσωπεία, ενώ… … Dictionary of Greek