-
1 ὁμορίτας
ὁμορίτας· ἄρτος ἐκ πυροῦ διηττημένου γεγονώς, Hsch. (Cf. ἀμορβίτης, ἀμορίτης.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμορίτας
-
2 ὄμωρος
῎ὄμωροςGrammatical information: ?Meaning: `a Sicilian bread' (Epich. 52, Sophr. 27).Other forms: Cf. ὄμουρα σεμίδαλις ἑφθή, μέλι ἔχουσα καὶ σησάμην H.; also ὀμορίτας Redard, Noms en - της 90.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄμωρος
См. также в других словарях:
ομορίτας — ὁμορίτας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄρτος ἐκ πυροῡ διηττημένου γεγονώς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ὅμωρος* «είδος άρτου»] … Dictionary of Greek
όμωρος — ὅμωρος, ον (Α) φρ. «ὅμωρος ἄρτος» είδος άρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με την λ. ἀμόρα «είδος γλυκίσματος με μέλι» (πρβλ. και τις γλώσσες τού Ησύχ. ὅμουρα και ὁμορίτας)] … Dictionary of Greek