Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀμορίτας

См. также в других словарях:

  • ομορίτας — ὁμορίτας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄρτος ἐκ πυροῡ διηττημένου γεγονώς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ὅμωρος* «είδος άρτου»] …   Dictionary of Greek

  • όμωρος — ὅμωρος, ον (Α) φρ. «ὅμωρος ἄρτος» είδος άρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με την λ. ἀμόρα «είδος γλυκίσματος με μέλι» (πρβλ. και τις γλώσσες τού Ησύχ. ὅμουρα και ὁμορίτας)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»