-
1 ομματίων
-
2 ὀμματίων
-
3 σύγχυσις
A mixture, confusion, confounding, ἡ τῶν ἄλλων (v.l. ὅλων) ς. Hp.Epid.6.3.1; of Babel, LXX Ge. 11.9;σ. ποιήσασθαι Plb.30.22.7
; σ. λαβεῖν to be commingled, Plu.2.990a; σ. ὅρων ib.122c; ς. litterularum, Cic.Att.6.9.1; political confusion, σ. τῆς πολιτείας ib.7.8.4, cf. Plb.14.5.8.2 confusion, ruin, βίου, δόμων, E.Andr. 291 (lyr.), 959;σ. τοῦ κατὰ φύσιν ἡ νόσος Thphr.CP5.8.1
; σ. θανάτου μεγάλη 'indiscriminate mortality' LXX 1 Ki.5.6;σ. λήψεται Epicur. Fr. 300
.3 Gramm., of composition, confusion, indistinctness, A.D.Pron.12.15, Synt.24.18; opp. εὐκρίνεια, Hermog.Id.1.4.4 an injury to the eye, synchysis, Dsc.4.12, Eup.1.33, Gal.14.776, Aët. 7.58.II of persons, confusion, Luc.Nigr.35; σ. ἔχοντες confounded, E.IA 1128;σ. ὀμματίων AP5.129
(Maec.).III of contracts and the like , violation,τῶν σπονδῶν Th.1.146
, 5.26;νόμων Isoc.4.114
(pl.);σ. ὁρκίων Plu.Alc.14
; τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν ς. Pl.R. 379e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγχυσις
См. также в других словарях:
ὀμματίων — ὀμμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοιγοσφάλημα — κ. σφάλισμα το το ανοιγοκλείσιμο («σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των ομματίων αποσώνω και δίχως λύπηση καμμιά πάσ’ άνθρωπο σκοτώνω» Γ. Χορτάτζη, Ερωφίλη) … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek