-
1 αποβαλλω
(часто in tmesi; редко med.)1) сбрасывать, скидывать(χλαῖναν Hom.; ὅπλα Plat.)
2) отбрасывать прочь(ἀσπίδα Arph., Lys.; φροντίδος ἄχθος Aesch.)
3) прогонять, отгонять(ἀπ΄ ὀμμάτων ὕπνον Eur.; ἀποβληθεὴς τῆς τυραννίδος Πλάτων Plut.)
4) отвергать, отталкивать(τὸν φιλέοντα Theocr.; τὸ ἄγαν Plut.)
5) продавать за бесценок(τὸν σῖτον Xen.)
6) сталкиватьνῆας ἐς πόντον ἀ. Hom. — сталкивать корабли (с берега) в море, т.е. отчаливать, отплывать
7) лишаться, терять(τυραννίδα Her.; πᾶσαν τέν οὐσίαν Plat.; τέν ὄψιν Plut.)
χιλίους ἀποβαλεῖν πεσόνᾶς Plut. — потерять тысячу (человек) убитыми -
2 καταβαλλω
(fut. καταβαλῶ, aor. 2 κατέβαλον - эп. 3 л. sing. κάββαλε)1) выпускать из рук, ронять(ἀπὸ ἕο υἱόν Hom.)
; выпускать из когтей, бросать вниз(νεβρόν Hom.)
2) опускать вниз:(Ἄργος) οὔατα κάμβαλεν (= κάββαλεν) ἄμφω Hom. ( увидев хозяина)
, Аргос опустил оба уха; κ. τὰς ὀφρῦς Eur. опустить брови, т.е. разгладить чело, повеселеть3) отращивать, отпускать(ἴουλον ἀπὸ κροτάφων Theocr.)
4) бросать, сеять(εἰς γῆν φυτὸν καὴ σπέρμα Plat.)
5) сбрасывать, сталкивать, опрокидывать(τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; ἐπὴ χθονί, ἐνὴ πόντῳ Hes.; ἐν πάλῃ, sc. τὸν ἀντίπαλον Plat.; καταβαλλόμενοι, ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι NT.)
κ. ἀπ΄ ἐλπίδος Plat. — лишать надежды, приводить в уныние6) низвергать, разрушать, сносить(τὰ οἰκήματα, τὰ τῶν θεῶν ἀγάλματα Her.)
7) свергать, низводить(τινὰ εἰς τὸ μηδέν Her.)
8) валить, срубать(τὰ δενδρα Arst.)
9) умерщвлять, убивать(πολλοὺς Λακεδαιμονίων Her.; ἐάν τις ξύλῳ ἢ μαχαίρᾳ πατάξας καταβάλῃ Lys.)
10) сваливать, складывать(φιτροὺς ἐπ΄ ἀκτῆς Hom.)
11) приносить или закалывать в жертву(σφάγια, τὸ θῦμα δαίμοσιν Eur.)
12) распускать, распространять(φάτιν Her.; αἱ καταβεβλημέναι νῦν μαθήσεις Arst.)
13) ввергать, помещать, заключать(τινὰ ἐς ἑρκτήν Her.)
14) повергать, ввергать, приводить(εἰς συμφοράς Eur.; τινὰ εἰς φόβον, εἰς δόξαν, εἰς ἀπιστίαν Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς φθόνον Plat. — поддаться чувству зависти15) отвергать, отбрасывать прочьκατέβαλεν ὃ ἔλαβεν, ὡς ἕτερον ληψόμενος Xen. — он отбросил (кусок), который взял, чтобы выбрать другой;
οἱ καταβεβλημένοι Isocr. — пропащие люди, отверженные16) откладывать в сторону(τοὺς σκίπωνας Arph.)
17) устанавливать, ставить(κρεῖον ἐν πυρὸς αὐγῇ Hom.)
18) доставлять, накапливать(κ. σιτία τῇ στρατιῇ Her.)
19) доставлять (в виде дохода), давать, приносить(ἐπ΄ ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον Her.)
20) вносить, платить, уплачивать(τἀργύριον Thuc.; τιμήν τινι ὑπέρ τινος Plat.; ζημίας Dem.)
21) давать, предоставлять(μαρτυρίαν Dem.; γεγραμμένα Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς τὰ δημόσια γράμματα Dem. — сдать свои документы в государственный архив;πολλοὴ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arst. — в пользу этого приведены многие доводы22) преимущ. med. (тж. κ. θεμέλιον NT.) закладывать основы, основывать, класть начало (чему-л.), подготовлять(μέγαν οἶτον Eur.)
τέν τῆς ναυπηγίας ἀρχέν καταβάλλεσθαι Plat. — набрасывать основную схему постройки корабля;ὅ Στωϊκῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. — (Зенон), положивший начало школе стоиков;ὅταν κρηπὴς καταβληθῇ ὀρθῶς Eur. — когда основа хорошо заложена -
3 προσβαλλω
эп.-дор. προτιβάλλω1) бросать, швырять(σκῆπτρον γαίῃ Hom.)
τινὴ χεῖρα π. Eur. — бить кого-л.;ὄμματα π. τινί Eur. — окидывать глазами что-л.;μή μ΄ ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδε εἰκαθεῖν Soph. — не принуждай меня уступить этому2) (ударяя с размаху) разбивать(ἀψῖδα πέτρῳ Eur.; τὸν πρὴν ὄλβον ἕρματι Aesch.)
3) испускать(ἀτμὸν βαρύν Diod.; πνοιέν ἀγαθήν Luc.)
4) напускать, натравливать(θηρία τινί Dem.)
5) бросать в атаку(λόχον πύλαισι Aesch.)
δόρυ προσβαλεῖν τινι Eur. — пойти в атаку на кого-л.;τοὺς ὀδόντας μεγάλους π. Arst. — пускать в ход клыки6) приставлять, прикладывать(κλίμακας πύλαις Eur.)
παρειὰν προσβαλεῖν παρηΐδι Eur. — прижаться щекой к щеке;μὲσην πρὸς μέσην προσβαλεῖν Plat. — приложить одну половину к другой7) налагать(ὅρκον αὑτῷ Soph.)
8) доставлять, причинять, приносить(κέρδος μέγα τινί Her.; πικρὰς ὠδῖνάς τινι Soph.)
Ὀλυμπιάδα τινὴ προσβαλεῖν Her. — доставить кому-л. победу на Олимпийских играх;μηδεμίαν ἄσην τινί π. Her. — не причинять кому-л. никакого горя;προσβαλεῖν τινι αἰσχύνην Plat. — покрыть кого-л. позором;δεῖμα π. τινί Eur. — вселять страх в кого-л.9) воздействовать, ( о солнце) освещать или согревать(ἀρούρας Hom.; ὅ ἥλιος προσβάλλων τῇ σελήνῃ Arst.)
; ( об ощущениях) поражать, раздражать, касатьсяβροτοῦ με προσέβαλε Arph. — что-то человеческое меня коснулось, т.е. я чую присутствие человека;
τὸ προσβάλλον καὴ τὸ προσβαλλόμενον Plat. — ощущаемое и ощущающее10) воспринимать, понимать(τι Soph.)
11) редко med. совершать нападение, идти в атаку(πύλαις Aesch.; πρὸς τὰ τείχη Lys.)
ἐπειδέ προσβάλλοιεν ἀλλήλοις Thuc. — когда (обе стороны) столкнулись друг с другом;οὐτ΄ ἔπεϊ προτιβάλλεσθαί τινα οὔτ΄ ἔργῳ Hom. — не нападать на кого-л. ни словом, ни делом12) приставать (на кораблях), причаливать(Σικελίᾳ, πρὸς Τάραντα, ἐς τὸν λιμένα Thuc.)
13) приезжать, прибывать(ἐκ τῆς Ἀσίης τῇ Ἀττικῇ Plut.)
14) приходить, являться(τοῖς ἄρχουσι Plut.)
15) ( о ветре) прилетать, дуть(ἀπὸ τῆς θαλάττης Arst.)
16) проникать, попадать(πρὸς ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοήν Plat.)
17) выделять, издавать, обдавать(ἡδίστην ἀναπνοήν τινα Arst.)
См. также в других словарях:
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
ευαπόβλητος — εὐαπόβλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο χάνει, αποβάλλει κάποιος εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο βλητος (< απο βάλλω), πρβλ. αν απόβλητος, δυσ από βλητος] … Dictionary of Greek
καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… … Dictionary of Greek
εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek