Перевод: со словенского на все языки

со всех языков на словенский

ὀμείχω

  • 1 mьzěti

    mižati; mьzěti Grammatical information: v.
    Page in Trubačev: XIX 63; XXI 179
    Serbo-Croatian:
    mìžati `urinate' [verb] \{1\}
    Slovene:
    mǝzẹ́ti `flow, trickle, drip' [verb], mǝzím [1sg];
    mzẹ́ti `flow, trickle, drip' [verb], mzím [1sg]
    Lithuanian:
    mỹžti `urinate' [verb]
    Latvian:
    mìzt `urinate' [verb]
    Indo-European reconstruction: h₃meiǵʰ-
    IE meaning: urinate
    Page in Pokorny: 713
    Other cognates:
    Gk. ὀμείχω `urinate' [verb]
    Notes:
    \{1\} In view of *mьžati `drizzle' etc., I do not agree with Trubačëv that Bel. mižác' `drizzle' doubtless belongs here.

    Slovenščina-angleščina big slovar > mьzěti

См. также в других словарях:

  • ομείχω — ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, έω (Α) ουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *meiĝh «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν ὁ και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή τού τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ,… …   Dictionary of Greek

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

  • ομιχώ — ὀμιχῶ και μιχῶ, έω και ὀμίχω (Α) βλ. ομείχω …   Dictionary of Greek

  • ουρώ — (I) (Α οὐρῶ, έω) 1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ 2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα») αρχ. 1. παθ. οὐροῡμαι, έομαι προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός 2. (η μτχ. τού ουδ. τού μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον το ούρημα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • όμειχμα — ὄμειχμα, τὸ (Α) [ομείχω] (ποιητ. τ.) το ούρο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»