-
1 ὀλιγόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγόφρων
См. также в других словарях:
χαυνόφρων — ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που χαρακτηρίζεται από πνευματική νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων, ὀλιγό φρων) … Dictionary of Greek