Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀλοφώια

См. также в других словарях:

  • ὀλοφώια — ὀλοφώιος destructive neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοφώιος — ὀλοφώϊος, ον (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τής λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»