-
1 ολολυγάς
-
2 ὀλολυγάς
См. также в других словарях:
ὀλολυγάς — ὀλολῡγά̱ς , ὀλολυγή loud cry fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ολολυγάς
2 ὀλολυγάς
ὀλολυγάς — ὀλολῡγά̱ς , ὀλολυγή loud cry fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)