-
1 ὀλιγ-ωρέω
ὀλιγ-ωρέω, wenig achten, geringschätzen, vernachlässigen; absol. Thuc. 5, 9; gew. τινός, τοῠ κοινοῦ, Plat. Gorg. 502 e, τοῦ ϑανάτου καὶ τοῦ κινδύνου, Apol. 28 c; καὶ ἀμελεῖν, Euthyphr. 4 d; pass., Lach. 180 b; τῶν φίλων, Xen. Mem. 2, 4, 3; τῆς ἀρετῆς, Isocr. 1, 9; Sp., οὐκ ὀλιγωρητέον, ἀλλὰ πολλὴν ἐπιμέλειαν αὐτῆς ποιητέον, Ath. XII, 545 d.
-
2 παρ-ολιγ ωρέω
παρ-ολιγ ωρέω, = ὀλιγωρέω; absolut, Xen. Hell. 7, 4, 13; Pol. 4, 46, 6; u. pass., μηδέποτε λήϑῃ μηδὲ ἀμελείᾳ τῶν κρειττόνων ἡμᾶς παρωλιγωρῆσϑαι, Plat. Epin. 991 d; Pol. 5, 27, 6.
-
3 κατ-ολιγ-ωρέω
κατ-ολιγ-ωρέω, ganz vernachlässigen, verabsäumen; τοῦ δικαίου Lys. 9, 16; Sp., wie Longin. 13, 2; ἐν τοῖς ἀλλοτρίοις Diogen. 2, 75.
-
4 ἐξ-ολιγ-ωρέω
ἐξ-ολιγ-ωρέω, verstärktes simplex, Sp.
-
5 ὀλιγωρέω
ὀλιγ-ωρέω, wenig achten, geringschätzen, vernachlässigen -
6 ολιγωρεω
обращать мало внимания, пренебрегать(τοῦ θανάτου καὴ τοῦ κινδύνου Plat.; τοῦ καλῶς ἔχοντος Plut.)
ὀ. τοῦ κοινοῦ Plat. — пренебрегать общественными интересами -
7 κατολιγωρέω
κατ-ολιγ-ωρέω, ganz vernachlässigen, verabsäumen