Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὀλιγό-ποτος

См. также в других словарях:

  • ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …   Dictionary of Greek

  • θερείποτος — θερείποτος, ον (Α) αυτός που ποτίζεται, που βρέχεται κατά το καλοκαίρι («θερείποτοι γύαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + ποτος < πίνω, πρβλ. νεό ποτος, ολιγό ποτος] …   Dictionary of Greek

  • νεόποτος — νεόποτος, ον (Α) αυτός που ήπιε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ποτός (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. ολιγό ποτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»