-
1 ολιγωρίης
-
2 ὀλιγωρίης
См. также в других словарях:
ὀλιγωρίης — ὀλιγωρία an esteeming lightly fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγωρία — η (Α ὀλιγωρία, ιων. τ. ὀλιγωρίη) [ολίγωρος] αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση («τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν», Ηρόδ.) αρχ. περιφρόνηση, καταφρόνηση («τὴν μὲν γὰρ εἰς τὰ χρήματα ὀλιγωρίαν οἱ φιλοχρήματοι φέρουσι βαρέως»,… … Dictionary of Greek