-
1 ὀλιγο-χρόνιος
ὀλιγο-χρόνιος, auch 3 Endgn, von kurzer Zeit, kurzer Dauer; Theogn. 1014; Her. 1, 38; τὸ σῶμα ἀσϑενέστερον καὶ ὀλιγοχρονιώτερον, Plat. Phaed. 87 c; καὶ λίαν εὔφϑαρτος, Pol. 2, 34, 6; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 8 Luc. Nigr. 26.
-
2 παντ-ολιγο-χρόνιος
παντ-ολιγο-χρόνιος, in Allem von kurzer Dauer, Diosc. 32 (VII, 167).
-
3 ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγο-χρόνιος, von kurzer Zeit, kurzer Dauer -
4 ολιγοχρονιος
кратковременный, недолговечный(τὸ σῶμα Plat.; κάλλος Plut.; ὀ. καὴ εὔφθαρτος Polyb.)
-
5 παντολιγοχρόνιος
См. также в других словарях:
μεσοχρόνιος — μεσοχρόνιος, ον (Α) αυτός που έχει μέσο όρο διάρκειας τής ζωής, αυτός που είναι 40 ώς 50 ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο χρόνιος, ολιγο χρόνιος] … Dictionary of Greek