-
1 ὀλιγο-παιδία
ὀλιγο-παιδία, ἡ, das wenige Kinder Haben, Sp.
-
2 ὀλιγοπαιδία
ὀλιγο-παιδία, ἡ, das wenige Kinder Haben
См. также в других словарях:
καλλίτεκνος — η, ο (AM καλλίτεκνος, ον) αυτός που έχει καλά και ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. κρεισσό τεκνος, ολιγό τεκνος] … Dictionary of Greek