-
1 ολιγοστοί
-
2 ὀλιγοστοί
См. также в других словарях:
ὀλιγοστοί — ὀλιγοστός with few companions masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ολιγοστοί
2 ὀλιγοστοί
ὀλιγοστοί — ὀλιγοστός with few companions masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)