-
1 ολιγοσιτίη
ὀλιγοσῑτίη, ὀλιγοσιτίαsmall eating: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ὀλιγοσῑτίῃ, ὀλιγοσιτίαsmall eating: fem dat sg (epic ionic) -
2 ὀλιγοσιτίη
Βλ. λ. ολιγοσιτίη -
3 ὀλιγοσιτίῃ
Βλ. λ. ολιγοσιτίη
См. также в других словарях:
ὀλιγοσιτίη — ὀλιγοσῑτίη , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίῃ — ὀλιγοσῑτίῃ , ὀλιγοσιτία small eating fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)