-
1 ολιγοσιτια
См. также в других словарях:
ὀλιγοσιτία — ὀλιγοσῑτίᾱ , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc/acc dual ὀλιγοσῑτίᾱ , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίᾳ — ὀλιγοσῑτίαι , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc pl ὀλιγοσῑτίᾱͅ , ὀλιγοσιτία small eating fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγοσιτία — η (Α ὀλιγοσιτία) [ολιγόσιτος] εγκράτεια στο φαγητό, λιγοφαγία («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ oἱ νοσοῡντες», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
ὀλιγοσιτίαι — ὀλιγοσῑτίαι , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc pl ὀλιγοσῑτίᾱͅ , ὀλιγοσιτία small eating fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίας — ὀλιγοσῑτίᾱς , ὀλιγοσιτία small eating fem acc pl ὀλιγοσῑτίᾱς , ὀλιγοσιτία small eating fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίαις — ὀλιγοσῑτίαις , ὀλιγοσιτία small eating fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίαν — ὀλιγοσῑτίᾱν , ὀλιγοσιτία small eating fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίη — ὀλιγοσῑτίη , ὀλιγοσιτία small eating fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίην — ὀλιγοσῑτίην , ὀλιγοσιτία small eating fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίῃ — ὀλιγοσῑτίῃ , ὀλιγοσιτία small eating fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσιτίῃσι — ὀλιγοσῑτίῃσι , ὀλιγοσιτία small eating fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)