-
1 ολιγαρχικά
ὀλιγαρχικόςoligarchical: neut nom /voc /acc plὀλιγαρχικά̱, ὀλιγαρχικόςoligarchical: fem nom /voc /acc dualὀλιγαρχικά̱, ὀλιγαρχικόςoligarchical: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ὀλιγαρχικά
ὀλιγαρχικόςoligarchical: neut nom /voc /acc plὀλιγαρχικά̱, ὀλιγαρχικόςoligarchical: fem nom /voc /acc dualὀλιγαρχικά̱, ὀλιγαρχικόςoligarchical: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 παρ-όμοιος
παρ-όμοιος, ion. auch 3 Endungen, fast ähnlich, παρ' ὀλίγον ὅμοιος erkl. Poll. 9, 130; doch ist der Unterschied von dem simplex nicht immer merklich; γλῶσσαν οὐδεμιῇ ἄλλῃ παρομοίην νενομίκασι, Her. 4, 183; παρόμοιοι τοῖς Ἕλλησι τὸν ἀριϑμόν, an Zahl fast gleich, Xen. Hell. 3, 4, 13; Dem. 1, 11; Arist. H. A. 9, 14 u. Folgde; πρός τινα, Thuc. 1, 80; ὀλιγαρχικὰ πολιτεύματα δοκοῦντα παρόμοιον ἔχειν τι τοῖς ἀριστοκρατικοῖς, Pol. 6, 3, 11. – Adv., Arist. respir. 17.
-
4 ολιγαρχικάς
-
5 ὀλιγαρχικάς
См. также в других словарях:
ὀλιγαρχικά — ὀλιγαρχικός oligarchical neut nom/voc/acc pl ὀλιγαρχικά̱ , ὀλιγαρχικός oligarchical fem nom/voc/acc dual ὀλιγαρχικά̱ , ὀλιγαρχικός oligarchical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρχικάς — ὀλιγαρχικά̱ς , ὀλιγαρχικός oligarchical fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… … Dictionary of Greek
αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 … Dictionary of Greek
ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… … Dictionary of Greek
ολιγαρχικός — ή, ό (Α ὀλιγαρχικός, ή, όν) [ολιγαρχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ολιγαρχία 2. (για πρόσ.) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο οπαδός τής ολιγαρχίας νεοελλ. φρ. «ολιγαρχικό πολίτευμα» η ολιγαρχία. επίρρ...… … Dictionary of Greek
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek