Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὀλιγαρκής

См. также в других словарях:

  • ὀλιγαρκής — contented with little masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγαρκής — ές (Α ὀλιγαρκής, ές) αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές η ολιγάρκεια. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρκής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ικανοποιείται με λίγα, λιτός, εγκρατής: Είμαι ολιγαρκής και δε μ ενδιαφέρουν τα πολλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀλιγάρκης — ὀλιγαρκέω to be contented with little imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρκῆ — ὀλιγαρκής contented with little neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀλιγαρκής contented with little masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀλιγαρκής contented with little masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρκές — ὀλιγαρκής contented with little masc/fem voc sg ὀλιγαρκής contented with little neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρκέστατον — ὀλιγαρκής contented with little masc acc superl sg ὀλιγαρκής contented with little neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρκοῦς — ὀλιγαρκής contented with little masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγαρκέσιν — ὀλιγαρκής contented with little masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγαρκώ — ὀλιγαρκῶ, έω (ΑΜ) [ολιγαρκής] (ενεργ και μέσ.) αρκούμαι στα λίγα, είμαι ολιγαρκής, λιτός …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγαρκεῖ — ὀλιγαρκέω to be contented with little pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὀλιγαρκέω to be contented with little pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ὀλιγαρκής contented with little masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»