-
1 ὀλεσίπτολις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλεσίπτολις
См. также в других словарях:
ολεσίπτολις — ὀλεσίπτολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + πτόλις, επικ. τ. τής λ. πόλις] … Dictionary of Greek