Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλβιόδωρος

См. также в других словарях:

  • ολβιόδωρος — ὀλβιόδωρος, ον (ΑΜ) αυτός που χαρίζει, που παρέχει ευτυχία («ἵν ἁ ὀλβιόδωρος αὔξει ζαθέα χθών», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό δωρος] …   Dictionary of Greek

  • ὀλβιόδωρος — bestowing bliss masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιόδωρον — ὀλβιόδωρος bestowing bliss masc/fem acc sg ὀλβιόδωρος bestowing bliss neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιόδωρε — ὀλβιόδωρος bestowing bliss masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»