-
1 ολβιογάστορα
-
2 ὀλβιογάστορα
См. также в других словарях:
ὀλβιογάστορα — ὀλβιογάστωρ whose happiness is in his belly masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ολβιογάστορα
2 ὀλβιογάστορα
ὀλβιογάστορα — ὀλβιογάστωρ whose happiness is in his belly masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)