-
1 ὀλίγ-οζος
-
2 ὀλίγοζος
См. также в других словарях:
ολίγοζος — ὀλίγοζος, ον (Α) αυτός που έχει λίγα κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ὄζος «κλάδος» (πρβλ. πολύ οζος)] … Dictionary of Greek
1 ὀλίγ-οζος
2 ὀλίγοζος
ολίγοζος — ὀλίγοζος, ον (Α) αυτός που έχει λίγα κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ὄζος «κλάδος» (πρβλ. πολύ οζος)] … Dictionary of Greek