-
1 ὀλίγανδρος
ὀλῐγ-ανδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλίγανδρος
-
2 ὀλίγανδρος
-
3 ολίγανδρον
-
4 ὀλίγανδρον
-
5 ὀλιγ-άνθρωπος
ὀλιγ-άνθρωπος, = ὀλίγανδρος; Xen. Oee. 4, 8, χώραν; Rep. Lac. 1, 1 ἡ Σπάρτη τῶν ὀλιγανϑρωποτάτων πόλεων οὖσα.
-
6 ολιγάνδρους
-
7 ὀλιγάνδρους
-
8 ὀλιγάνθρωπος
ὀλῐγ-άνθρωπος, ον,A = ὀλίγανδρος, X.Lac.1.1 ([comp] Sup.), Oec.4.8, Gal.14.624.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγάνθρωπος
См. также в других словарях:
ολίγανδρος — ὀλίγανδρος, ον (Α) αυτός που παρουσιάζει ολιγανδρία, που έχει σπανιότητα ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. πολύ ανδρος] … Dictionary of Greek
ὀλίγανδρον — ὀλίγανδρος scant of men masc/fem acc sg ὀλίγανδρος scant of men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγάνδρους — ὀλίγανδρος scant of men masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγανδρώ — ὀλιγανδρῶ, έω (Α) [ολίγανδρος] παρουσιάζω έλλειψη ανδρών, είμαι ολίγανδρος … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγανδρία — η (Α ὀλιγανδρία) [ολίγανδρος] η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῡν δι ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.) … Dictionary of Greek