-
1 ὀλέεσκε
ὀλέεσθαι, ὀλέεσκε: see ὄλλῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀλέεσκε
-
2 ὀλέεσθαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλέεσθαι
-
3 ὀλέεσθαι
ὀλέεσθαι, ὀλέεσκε: see ὄλλῦμι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀλέεσθαι
-
4 ὄλλῦμι
ὄλλῦμι, part. ὀλλύς, -ύντα, pl. fem. ὀλλῦσαι, ipf. iter. ὀλέεσκε, fut. ὀλέσω, ὀλέσσεις, aor. ὤλεσα, ὄλες(ς)ε, inf. ὀλέ(ς)σαι, part. ὀλέ(ς)σᾶς, part. ὄλωλα, plup. ὀλώλει, mid. pres. part. ὀλλύμενοι, fut. ὀλεῖται, inf. ὀλέεσθαι, aor. 2 ὤλεο, ὄλοντο, inf. ὀλέσθαι (see οὐλόμενος): act., lose, destroy, mid., be lost, perish; perf. and plup. mid. in sense, Il. 24.729, Il. 10.187.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄλλῦμι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский