-
1 οκταρριζος
2имеющий восемь ветвей, восьмиконечныйὀκτάρριζα μετώπων φράγματα (sc. τῆς ἐλάφου) Anth. — восьмиконечное оружие на лбу ( о рогах оленя)
См. также в других словарях:
τρίρριζος — ον, Α αυτός που έχει τρεις ρίζες («ὀδόντες τρίρριζοι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. ὀκτά ρριζος] … Dictionary of Greek
οκτάρριζος — ὀκτάρριζος, ον (Α) 1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες 2. (για τα κλαδωτά κέρατα τής ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. τετρά ρριζος] … Dictionary of Greek